-
1 συνέλευσις
A coming together, meeting, Aq.Ps.1.1; co-operation, PMasp.20 ii 7 (vi A.D.); co-operative community of monks, ib. 96.32 (vi A.D.); sexual intercourse, Vett.Val.47.8;τῶν ἀφροδισίων Ptol.Tetr. 205
;τῶν ῥινοκερώτων Id.Geog.1.9.4
; τινι Arg.5 E.Ph. (p.8 Dind.); marriage, Vett.Val.120.22, PSI5.450.10 (ii/iii A.D.).2 of things, coming together, combination, union, Plu.2.1112c, S.E.P. 3.40,90, M.9.370; [ συμπτωμάτων] Gal.14.691; group,κιόνων J.AJ 3.6.3
.3 Gramm., contraction, A.D.Pron.97.15; crasis, Id.Conj. 228.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέλευσις
См. также в других словарях:
ακεραθήριο ή ακεροθήριο — (aceratherium). Απολιθωμένο γένος ζώων, που ανήκει στην οικογένεια των ρινοκερωτών, χωρίς κέρατο και με καλά ανεπτυγμένους κυνόδοντες και κοπτήρες. Εμφανίζεται στο ολιγόκαινο και εξαφανίζεται στο πλειόκαινο, δηλαδή στο τέλος του τριτογενούς.… … Dictionary of Greek
απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… … Dictionary of Greek